κατεγνωσμένος

κατεγνωσμένος
κατεγνωσμένος, -η, -ον (AM)
μσν.
αβάσιμος
αρχ.
βλ. καταγιγνώσκω.
επίρρ...
κατεγνωσμένως (Α)
με τρόπο αξιόμεμπτο, επίμεμπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παθ. παρακμ. κατ-έ-γνωσ-μαι τού κατα-γινώσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατεγνωσμένος — καταγιγνώσκω remark perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοκατεγνωσμένος — και μυριοκαταγνωσμένος, η, ον (Μ) άξιος για πολλές κατηγορίες, αξιοκατάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κατεγνωσμένος, μτχ. παρακμ. τού καταγιγνώσκω «κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”